φρενῶ

φρενῶ
φρενόω
make wise
pres subj act 1st sg
φρενόω
make wise
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φρενώ — όω, Α [φρήν, φρενός] 1. καθιστώ κάποιον σώφρονα, σωφρονίζω («φρενώσω δ οὐκέτ ἐξ αἰνιγμάτων», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φρενώσας παραλογισάμενος έξαπατήσας» 3. παθ. φρενοῡμαι, όομαι είμαι περήφανος 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεφρενωμένος, η, ον… …   Dictionary of Greek

  • φρένωσις — ώσεως, ἡ, Α [φρενῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φρενῶ*, σωφρονισμός …   Dictionary of Greek

  • φρενωτήριον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «παραίνεσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενῶ + κατάλ. τήριον* (πρβλ. βασανισ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”